Συναπάντημα στη Δύση. Με αφορμή το βιβλίο του π. Βασιλείου Χριστοδούλου

Μνήμη  παπα-Κώστα Σκόνδρα [1]

Πεζοπορικό περίπατο με ποιητικά συναπαντήματα ονομάζει ο π. Βασίλειος Χριστοδούλου το βιβλίο του που εκδόθηκε το 2012 από τις εκδόσεις Άθως με την άριστη επιμέλεια του Γιάννη Ζαννή. Τίτλος: Συναπάντημα στη Δύση. Υπότιτλος: Ψηλαφώντας το Χριστό στην απλότητα και δίψα μιας ιερατικής ζωής. Το εξώφυλλο κοσμεί το έργο του ζωγράφου Χρήστου Γαρουφαλή «Αναστάσιμο φως» που επιτελεί εύστοχα το λειτουργικό του ρόλο. Αύρα αγάπης, κάτι σαν ιερατική ευλογία, τρυφερότητα θεία και ελπίδα αναστάσιμη απλώνεται εξαρχής. Άλλωστε σ’ αυτό συγκλίνουν η αφιέρωση στον «Ιλαρίωνα ιερομόναχον, πλοηγόν ηλιάτορα» αλλά και οι τίτλοι των ενοτήτων οι οποίοι , όπως στοιχίζονται στα περιεχόμενα, ομοιάζουν μάλλον με ποίημα!

Η αφήγηση αρχίζει με δευτεροπρόσωπο ενικό, δίνοντας την εντύπωση ότι ο αφηγητής απευθύνεται αποκλειστικά σε σένα. Αισθάνεσαι ότι σε παίρνει απ’ το χέρι για να σου δείξει το Ηλιοβασίλεμα στον ουρανό της πατρίδας σου. Σε εξοικειώνει και σε σπουδάζει στη λεπτομέρεια, πότε ως άριστος τεχνοκριτικός ενός ζωγραφικού αριστουργήματος και πότε ως φιλόσοφος Χριστιανός απέναντι στο θαύμα των χρωμάτων της φύσης. Δεν είχα σκεφθεί ποτέ ότι στο μεσουράνημά του ο ήλιος αναδεικνύει μόνο την ομορφιά των άλλων, αφού δεν μπορούμε να τον κοιτάξουμε, όταν ανεβαίνει «επιβλητικός, δεσπόζων, εκτυφλωτικός». Τη σπουδαιότητα της ύπαρξής του, κατά τον συγγραφέα, μπορούμε να την αντικρίσουμε μόνο όταν βασιλεύει!

Ο π. Βασίλειος Χριστοδούλου προχωράει στον εξής αναλογικό συλλογισμό. Όπως ο ήλιος έτσι κι ο άνθρωπος… Η σημαντική στιγμή του ανθρώπου είναι εκεί κάπου στη δύση του αρκεί «Να χαράξει μονοπάτια, να φωτίσει ανήλιαγα σκοτάδια, να ξυπνήσει, να ζεστάνει, να χαροποιήσει. Κι εκεί […] Κατάματα με τη δύση του θα χύνει όλο τον πλούτο του» (σελ. 13-14).

Στο κύριο μέρος του βιβλίου, ο αφηγηματικός φακός εστιάζει στην οδοιπορία ενός απλού γέροντα ιερέα την ώρα που βρίσκεται στο ηλιοβασίλεμα της ζωής του, της οποίας ο ίδιος ο συγγραφέας έγινε θεατής και προσπαθεί, όπως λέει, να μεταφέρει την έκπληξή του.

 Προβαίνει λοιπόν μπροστά στα μάτια του αναμένοντος αναγνώστη  ο 87χρονος παπα-Κώστας Σκόνδρας, ισχνός, μικροκαμωμένος, καθώς διανύει αθόρυβα το δοσμένο χρόνο, σαν ένα σπουργιτάκι του Παραδείσου. Διαπερνάει τα σύνορα του Εγώ και συνομιλεί τρυφερά με τον «ελάχιστον» αδελφό, τον γνωστό ή άγνωστο Άλλον. Όλη η ζωή του μοιρασμένη στο θυσιαστήριο και στην υπηρεσία των συνοδοιπορούντων αδελφών του. Ανοιχτή η εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο ορεινό χωριό της γενέτειράς του Ευρυτανίας και η καμπάνα σκορπάει τον ήχο της,  πάνω από μισόν αιώνα απ’ τα δικά του χέρια κινημένη.

Αγνός ο λόγος του και η φωνούλα του γρήγορη – γρήγορη, κατεβατό η προφορά του, σμιγμένη με την ορεινή ντοπιολαλιά, παρήγορη όμως κι ελπιδοφόρα στους πάσχοντες ή βαστάζοντας βάρη συνανθρώπους του.

Έμπλεως αγάπης για την Ελλάδα, χρησιμοποιεί τις λίγες γραμματικές του γνώσεις και, καθώς βασιλεύει, χαράζει στο σημειωματάριό του (ένα μπλε σχολικό τετραδιάκι) σκέψεις και μαρτυρίες για την κοινοτική ζωή της γενέτειρας, για τα ήθη, τα έθιμα, τη ζωή των βιοπαλαιστών, ακόμα και λαϊκές ιστορίες και δημοτικά τραγούδια. Όλα αυτά, μαζί με τις πατρικές υποθήκες του (συμβουλές) γράφονται συνειδητά για να μείνουν παρακαταθήκη σ’ όποιους τυχόν τα διαβάσουν.

Ο συγγραφέας π. Βασίλειος Χριστοδούλου χρησιμοποιεί κι άλλες αφηγηματικές τεχνικές για να μεταφέρει την έκπληξη που ένιωσε γνωρίζοντας τον απλό και ταπεινό ιερέα στο βασίλεμά του:

1ον Συναρμολογεί το παζλ της προσωπικότητας του «αγίου» αυτού παππούλη, βασισμένος καταρχήν στην αλήθεια και την αγνότητα των αφηγήσεων της μικρής εγγονής του παπα-Κώστα, η οποία μιλούσε συχνά και  θαυμαστικά για κείνον (Τα αθώα παιδιά εγγυώνται πρωτίστως την αλήθεια διότι «τούτοις εστί η βασιλεία των ουρανών»). Ενσωματώνει, έπειτα, αυθεντικές προφορικές μαρτυρίες των άγνωστων ευεργετημένων και τις προσθέτει στις μαρτυρίες των οικείων του.

2ον Εγκιβωτίζει μερικά από τα σημειώματα που άφησε ο Ευλογημένος αυτός ιερέας με τον αξιοπρόσεκτο τριτοπρόσωπο λόγο του. Επισημαίνω για παράδειγμα τον τρόπο που γράφει το αυτοβιογραφικό του σημείωμα. (Τι έξοχη αποστασιοποίηση από το Εγώ!). Μεταφέρω τις πρώτες σειρές: «Ο παπα-Κώστας Σκόνδρας γεννήθηκε το έτος 1922 στην Κάτω Ποταμιά Γρανίτσης. Το έτος 1929 εγγράφηκε στην πρώτη τάξη του Δημοτικού Σχολείου Γρανίτσης. Αρρώστησε όμως η μάνα του με μια βαριά αρρώστια κι έτσι διέκοψε το σχολείο. Διάβαζε όμως κοντά στα πρόβατα που φύλαγε, πολλά βιβλία σχολικά και θρησκευτικά» […].

Αναφέρω επίσης, ως επόμενο παράδειγμα, και την αφήγησή του για την κατασκευή της γέφυρας στον ορμητικό ποταμό Γρανιτσιώτη, το πέρασμα του οποίου (με κασόνι και συρματόσχοινο)  γινόταν πολύ επικίνδυνο, όταν πλημμύριζε από τις βροχές. «Πολύ υπέφεραν οι άνθρωποι διαπερώντας το και πεζοπορώντας και χαροπαλεύοντας», σημειώνει παραστατικά  ο παπα-Κώστας που πρωτοστάτησε να αντικατασταθεί με νέα γεφύρωση το «αρχέγονο σύστημα» της εναέριας συγκοινωνίας. Ήταν η εποχή της επτάχρονης δικτατορίας (1967-1974), όταν  βρέθηκε στη Γρανίτσα Ευρυτανίας πολιτικός εξόριστος ο «εξ Αθηνών» μηχανικός Στέλιος Πανταζόπουλος.Ο παπα-Κώστας δεν τον αντιμετώπισε με προκατάληψη, αντίθετα τον καλημέριζε, άνοιξε το σπίτι του, τον φιλοξένησε, γιατί «μπροστά στην κάθε ανθρώπινη ύπαρξη δε διέκρινε τις προσωπικές επιλογές που διαιρούσαν και κατηγοριοποιούσαν αλλά τις υπαρκτικές εκείνες καταβολές που ένωναν και αποχαρακτήριζαν» (σελ. 55). Και δεν έμεινε αυτό ανανταπόδοτο. Ο εξόριστος μηχανικός ανταποκρίθηκε στο αίτημα του ιερέα και έγινε η ποθητή γεφύρωση που σήμερα θεωρείται ένα από τα αξιοθέατα της Γρανίτσας[…].

3ον Τέλος ο συγγραφέας καταθέτει και την προσωπική άμεση βιωματική μνήμη, για τον παπα-Κώστα όπως τον γνώρισε στην ευλογημένη του Δύση, τον καιρό της ασθένειάς του, λίγες μέρες δηλ. πριν αφήσει «τ’ αχνάρια του Θεού» οριστικά αποτυπωμένα στους τελευταίους βηματισμούς του. Τότε που έμενε στην Αθήνα κοντά στα παιδιά του μαζί με την κατάκοιτη πρεσβυτέρα του Βασιλική, η οποία «συντρόφευσε μυροφορικά την οδεύουσα ιεροσύνη» (σελ. 130).


Συμπέρασμα:

 Ο π. Βασίλειος ερμηνεύει την επίγεια διαδρομή του ιερέα με το πνεύμα της εκκλησίας. Γλωσσικό όχημα του συγγραφέα είναι τα θαυμάσια ελληνικά του, δηλαδή ο λυρικός λόγος του  διανθισμένος με την ευώδη  θεολογική γλώσσα, χαρίσματα που ενισχύονται και από την λογοτεχνική του παιδεία. Τα διακείμενα από τον Ελύτη και τον Λειβαδίτη καθώς και το εκτενές παράθεμα από τον Μικρό Πρίγκιπα του Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ παρεμβάλλονται έξοχα. Σημαίνουσα επίσης είναι η «συνομιλία» του π. Βασιλείου με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και η εύστοχη προσομοίωση του παπα-Κώστα Σκόνδρα με τους αυθεντικούς Σκιαθίτες ιερείς των διηγημάτων του.

 Ο π. Βασίλειος ανέδειξε τον εκ Γρανίτσης ιερέα σε ένα σύγχρονο Παπαδιαμαντικό, αγνό συνομιλητή των Αγίων. Γράφει στον επίλογο του βιβλίου του: «Ήθελα να μιλήσω για έναν άγιο, ο οποίος κατά το ταπεινό μου αίσθημα σάρκωσε το Θεό στις ζωές του ποιμνίου του […]. Δεν προλόγιζαν το όνομα του πηχυαίοι τίτλοι. Δεν έκανε τίποτε υπερφυσικό και θαυματουργικό, ούτε ενυπνιάσθηκε οραματισμούς και αγγελοφάνειες. Επετέλεσε ένα και μόνο θαύμα για το οποίο τόσο σπαραχτικά εκλιπαρεί η άρρωστη ζωή μας. …Παρέμεινε απλός, τρυφερός και πτωχός! Παιδί… Κι ήθελα κάπου να το πω» (σελ. 133).

Διαβάζοντας τα παραπάνω αισθάνομαι χρέος να καταθέσω με δυο λόγια και το προσωπικό μου βίωμα: Στο οικοτροφείο της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπακτίας και Ευρυτανίας, όπου διέμενα μαζί με τις θυγατέρες του παπα-Κώστα Σκόνδρα, Μαρία και Αγορίτσα, για να φοιτήσουμε στο Γυμνάσιο Ναυπάκτου, ένοιωσα την ευεργετική παρουσία του πατέρα τους σε ένα δύσκολο οικογενειακό πρόβλημα που σχετιζόταν με την υγεία του δικού μου πατέρα.

Σήμερα γυρνώντας το ενήλικο βλέμμα μου στις έφηβες εκείνες ημέρες μου, ομολογώ ότι «Ο Θεός μας επισκέπτεται χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε».

Χρυσούλα Σπυρέλη,

 δρ. φιλολογίας, σχολική σύμβουλος φιλολόγων


[1] Το παραπάνω κείμενο  στην αρχική του μορφή διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου που έγινε την Τρίτη 19 Ιουνίου 2012 και ώρα 19:00 στο Πολιτιστικό Κέντρο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών (Μεγάλου Βασιλείου 15, Ρούφ). Διοργανωτές: Ο Ι. Ν. Μεταμορφώσεως Σωτήρος Καλλιθέας και οι εκδόσεις Άθως (Σταμούλη). Οι άλλοι ομιλητές: ο πρωτοπρεσβύτερος π. Χριστόδουλος Μπίθας (θεολόγος), και ο ζωγράφος κ. Χρήστος Γαρουφαλής. Τον συντονισμό της εκδήλωσης καθώς και ανάγνωση τμημάτων του βιβλίου επιμελήθηκε ο θεολόγος και ραδιοφωνικός παραγωγός κ. Γεώργιος Μπάρλας. Η όλη εκδήλωση τέθηκε υπό την αιγίδα της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών.